Συγκρίνοντας ματαιώσεις

2016-05-09 14:00

Χθες το απόγευμα, λίγο πριν τελειώσω την προηγούμενη ανάρτηση, άκουσα δυνατούς ήχους εκρήξεων από την πλευρά της Πλατείας Συντάγματος. Τα παράτησα και πήγα προς τα εκεί για να δω τι "παίζεται". Όταν έφτασα υπήρχε μια εικόνα διάλυσης και αμηχανίας όσων είχαν παραμείνει ακόμα εκεί. Ήταν σαφές ότι είχαν γίνει επεισόδια και ο πολύς κόσμος είχε αποχωρήσει. Εκεί που ετοιμαζόμουν να φύγω και 'γω με την σειρά μου άκουσα να με φωνάζουν. ΄Ηταν η Χρυσούλα Μητσ. καλή φίλη και συντρόφισσα που από το περσινό φθινόπωρο αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ και έκτοτε ιδιωτεύει με αρκετή αμηχανία και θλίψη όπως και αρκετά μέλη που έχουν ακόμα παραμείνει στην οργάνωση, δίχως να εξαιρώ τον εαυτό μου.

Είπαμε διάφορα και χθες αργά το βράδυ μου έστειλε το παρακάτω κείμενο... Όσοι και όσες αισθάνονται ότι θα ήθελαν να πούν κάτι σχετικό ή να απαντήσουν, δεν έχουν παρά να μου στείλουν την συμβολή τους.

 

Το ’89 και το σήμερα: συγκρίνοντας ματαιώσεις

Μπορεί κανείς να συγκρίνει μεταξύ τους βιώματα  απογοήτευσης, ματαίωσης της ελπίδας; Και πολύ περισσότερο, μπορεί να το κάνει όταν τέτοια βιώματα διαπλέκουν την  προσωπική του ιστορία με τη μεγάλη, αυτή με το «Ι» κεφαλαίο; Εξάλλου, πόσο επιτρέπονται οι συγκρίσεις όσον αφορά αυτή την τελευταία;

Αλλά, από την άλλη, τι νόημα έχει αυτό το «επιτρέπονται», όταν η σύγκριση προκύπτει σχεδόν αυτόματα και φυσικά ως προσωπική ανάγκη;

Με τέτοιες επιφυλάξεις κατά νου, θα ήθελα  να καταθέσω κάποιες σκέψεις που, εκτός από τον προσωπικό τους χαρακτήρα, θεωρώ ότι έχουν μια πιο κοινή, γενική αναφορά, και ίσως και κάποια πολιτική αξία.

Θέλω να μιλήσω για ένα  παράδοξο, που με μια βαθύτερη ματιά μπορεί να μην είναι και τόσο παράδοξο: αυτό που  προκύπτει αν συγκρίνει κανείς το βίωμα ματαίωσης, απώλειας, που ζήσαμε το «‘89» και το αντίστοιχο  του σήμερα.

Ας σημειώσω ότι αναφέρομαι σε ένα «εμείς» που  καλύπτει με έναν τρόπο όλους τους αριστερούς, νομίζω, αλλά οπωσδήποτε και  κυρίως όσους αφενός το ’89 δεν μπορούσαμε  πλέον να προσπαθούμε να δικαιολογούμε τα αδικαιολόγητα στο όνομα της υπεράσπισης ενός «σοσιαλισμού» που είχε πατρίδα επί της γης, και αφετέρου από πέρσι το καλοκαίρι χάσαμε τα θάρρητα που είχαμε εναποθέσει στον  ΣΥΡΙΖΑ. Για να το πω πιο συνθηματικά, τους αριστερούς που λέγαμε ως τότε «βενσερέμος», επειδή, και παρόλα όσα, υπήρχε το «σοσιαλιστικό μπλοκ» ως πραγματικότητα, και που ως τώρα λέγαμε «ποδέμος» επειδή ελπίζαμε, παρόλα όσα, ότι θα υπερισχύσει η θετική δυνατότητα  που έφερε εντός του ο ΣΥΡΙΖΑ.

Από ψυχολογική-υποκειμενική άποψη η σημερινή απόσπαση από αυτό το πολιτικό μόρφωμα που στέγαζε την ελπίδα μοιάζει να ωχριά μπροστά στην αποκόλληση, την κατάλυση  δεσμών αίματος, θα έλεγε κανείς, με το «κόμμα» - τον φορέα εκείνο που ως το ’89 δεν μας στέγαζε μόνο, ούτε μόνο αφορούσε μια ελπίδα. Το κατοικούσαμε όπως  το σπίτι μας, ρύθμιζε την καθημερινότητά μας, και από την άλλη εκεί μέσα δεν βρίσκαμε μόνο ελπίδα - ο «σοσιαλισμός» που υπερασπιζόμασταν μέσα σε αυτό και μέσω αυτού είχε την ιδιότητα να ανήκει στη σφαίρα του  «υπαρκτού». Εν πολλοίς, στο «κόμμα» ζούσαμε εμείς, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ ζούσε η ανάγκη μας να ελπίζουμε.

Αλλά, από την άλλη πλευρά, κι αυτό είναι το «παράδοξο», αισθάνεται κανείς  ότι  η απώλεια σήμερα είναι ακόμα μεγαλύτερη, η ματαίωση πιο επώδυνη.  Κι αυτό γιατί  νιώθει και σκέφτεται ότι τώρα, σε συνθήκες επίθεσης ενός καπιταλισμού που τρέφει και τρέφεται από το ΤΙΝΑ,  μέσα στο σκηνικό  όλης  της βαρβαρότητας που αυτή η επίθεση γεννάει -  ας σκεφτούμε  το «προσφυγικό» ή την  άνοδο της φασιστικής απειλής-  αν χάσεις τη στέγη για την ελπίδα μπορεί  η καθημερινότητά σου να μην αλλάζει «υποκειμενικά», όπως τότε που  έφευγες από το κόμμα-σπίτι σου, αλλά ωστόσο «αντικειμενικά» διακυβεύεται, τίθεται υπό διαρκή απειλή.

Ασφαλώς δεν εννοώ με αυτά ότι αντικειμενικά δεν  διακυβεύονταν αγαθά από την απόσπαση, την αποκόλληση  που συνόδευσε την απογοήτευσή μας το ’89. Αντιθέτως, η χρονολογία αυτή έγινε παγκόσμιο ορόσημο ακριβώς γιατί σήμανε μια πολυεπίπεδη τομή που ζούμε ακόμα στα απόνερά της, και ίσως οι σημερινές μας πρακτικές αποτυχίες σε μεγάλο βαθμό από αυτήν εξηγούνται. Εξάλλου, λόγω του ’89 είμαστε η γενιά που έζησε την πολύ πραγματική, και βεβαίως όχι μόνο ψυχολογική,  απώλεια,  στέρηση και υστέρηση που κρύβεται πίσω από τη μετάβαση από το «βενσερέμος» στο «ποδέμος». 

Εννοώ όμως ότι αυτό που διακυβεύεται σήμερα έχει πιο άμεση, επιτακτική χροιά, αφορά το «εδώ και τώρα» μας.  Με άλλα λόγια,  σήμερα η «ιδιώτευση», στις διάφορες εκδοχές και διαβαθμίσεις  της, δεν είναι απλώς θεωρητικό-πολιτικό αμάρτημα για έναν αριστερό, αλλά τεράστια πολυτέλεια.

Κι έχοντας πει όλα αυτά, διατελώ εν συγχύσει ως προς τα περαιτέρω…