Ο αποθανών δικαιώνεται εξ ορισμού;
2019-01-24 19:18Γράφω αυτές τις γραμμές με αφορμή τον θάνατο του γνωστού στο πανελλήνιο δημοσιογράφου και εκδότη Θέμου Αναστασιάδη. Η είδηση του θανάτου του, που προκάλεσε τόσα θετικά σχόλια από την πλειονότητα του πολιτικού συστήματος, εμένα με άφησε με αντικρουόμενα αισθήματα. Και εξηγούμαι...
Ο θάνατος είναι ένα βιολογικό φαινόμενο που συνοδεύει -όπως η σκιά- τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Είναι η άλλη όψη της. Με αυτή την έννοια, τον έχω αποδεχτεί, θέλω να πιστεύω ότι θα παραμείνω ψύχραιμος στην όψη του, δίχως υστερίες, άσε που έχω και ένα ζωηρό -γι' άλλους νοσηρό- ενδιαφέρον και περιέργεια για το επέκεινα... Φυσικά και θλίβομαι με τον θάνατο, ιδίως αγαπημένων ανθρώπων ή ζώων. Η σκέψη ότι δεν πρόκειται ποτέ ξανά -σε αυτήν τη ζωή- να ακούσεις τη φωνή τους, να τους ακουμπήσεις, να τους εκφράσεις τα αισθήματά σου, να διορθώσεις πιθανές δικές σου αδικίες απέναντί τους, μπορεί να σε συνθλίψει και να σου αφήσει δυσαναπλήρωτο κενό. Ο θάνατος, λοιπόν, είναι το τέλος των έμβιων όντων, ακόμη και των ιδεών -υπάρχει κι αυτός- πλην όμως τα προαναφερθέντα δεν είναι σοβαρός λόγος για να υποκριθούμε ότι ο αποθανών ήταν σπουδαίος άνθρωπος που είχε προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, πέραν της οικογένειάς του, διακρινόταν από ήθος και συνέπεια, κι άλλα πολλά ανάλογα που γράφονται και εκφωνούνται σε επικήδειους ή τα διαβάζεις -δίκην αγιογραφίας- στις εφημερίδες. Δηλαδή δεν σημαίνει ότι όταν πεθαίνει κάποιος, οποιοσδήποτε -ακόμη περισσότερο αν είναι δημόσιο πρόσωπο-, η μνήμη πρέπει να εξαφανίζεται και τα κακά του έργα πρέπει να αποσιωπούνται από μια δήθεν χριστιανική -κατά βάθος βαθύτατα υποκριτική- αντίληψη.
Μου είναι δύσκολο, ως απίθανο να ξεχάσω διάφορα που σχετίζονται με τον ίδιο τον Θέμο Αναστασιάδη -ως δημοσιογράφο και ευρύτερα διαμορφωτή της κοινής γνώμης- και με τη δημόσια πορεία του. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τις διάφορες επωφελείς "μεταρρυθμιστικές" κολεγιές με το ΠΑΣΟΚ; Το ανερυθρίαστο ξέπλυμα, μέσω της εφημερίδας του, της άκρας δεξιάς, της Χ.Α.; Τις συχνές ρατσιστικές δηλώσεις ή τα σχόλια για μετανάστες, μειονότητες κ.λπ.; Την καθιέρωση μέσω των τηλεοπτικών του εκπομπών του αχτύπητου... τρίπτυχου "βυζιά-μπούτια-κώλος", σαν στοιχείο απαραίτητο της σύγχρονης γυναίκας, στο πρότυπο της οποίας όλες πρέπει να μοιάσουν; Μήπως το εξώφυλλο της εφημερίδας του με τον Παύλο Φύσσα να ξεψυχά στην αγκαλιά της κοπέλας του; Και τόσα άλλα...
Οπότε, αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή: "Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας" έχει την έννοια της δικαίωσης; Δηλαδή, για να το θέσω διαφορετικά, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, ο Στάλιν, ο Χίτλερ, ο Πινοσέτ, κάθε επώνυμος και ανώνυμος βασανιστής, βιαστής, δολοφόνος κ.λπ. από τη στιγμή που εγκατέλειψε τα εγκόσμια συγχωρέθηκε, σβύστηκαν όλες του οι κακές πράξεις; Μεγάλη παρανόηση! Φυσικά όχι. Διαβάστε την αιτιολόγηση στο παρακάτω άρθρο του γνωστού δημοσιογράφου Παντελή Μπουκάλα από την Καθημερινή. Το έγραψε τον Απρίλιο του 2013 λίγο μετά τον θάνατο της Μάργκαρετ Θάτσερ και με αφορμή τους πανηγυρισμούς από αρκετούς Άγγλους για τον θάνατό της. Σαμπάνιες ανοίχτηκαν -τότε-, χοροί έπεσαν, κόσμος το φχαριστήθηκε. Μήπως σοκάρεστε; Εγώ, πάντως, όχι.
Δεδικαίωται η αποθανούσα;
19.04.2013
Σύμφωνα με τον θρύλο, τα γονίδιά μας μας εξασφαλίζουν αυτόματη γνώση της γλώσσας του Ομήρου και του Πλάτωνα. Δυστυχώς όμως, δεν επαρκούν ούτε για να πάρουμε κάτι περισσότερο από μυρουδιά ακόμα κι όταν ακούμε την απλούστερη ελληνιστική κοινή. Μπορεί πολλές λέξεις να είναι ίδιες, συχνά ωστόσο ίδιος είναι μόνο ο ήχος, όχι η σημασία. Κάτι γνώριζαν όσοι δοκίμασαν να μεταφράσουν τα Ευαγγέλια στη νεοελληνική, σκόνταψαν όμως στους εκκλησιάρχες, που ήξεραν ότι το δυσνόητο υπηρετεί καλύτερα τη γοήτευση. Πίστευε και μη ερεύνα...
Δεν είναι λίγα τα ανέκδοτα που βασίζονται στην παρερμηνεία των Γραφών, με πιο ιλαρή περίπτωση τα σταυροκοπήματα των αγαθών προβεβηκότων όταν ακούνε το «και κλάσας ο Ιησούς έδωκεν τοις μαθηταίς αυτού». Η παρανόηση γέννησε και το «ο αποθανών δεδικαίωται», βάσει του οποίου συντάσσουμε πληθωρικούς επικηδείους για τους επίσημους νεκρούς, αυτολογοκρινόμενοι. Με το ίδιο δόγμα ως βάση επέκριναν ορισμένοι όσους Αγγλους δεν θεώρησαν υποχρέωσή τους να πενθήσουν τη Μάργκαρετ Θάτσερ και δεν ανέστειλαν την οξεία κριτική τους για τα έργα της, καταστροφικά για τους ίδιους ή τους γονείς τους.
Παλιά η συνήθεια να κατασκευάζουμε ρητά αποσπώντας λίγες λέξεις από το περιβάλλον τους, που σταδιακά το λησμονούμε. Αυτό έχει συμβεί εις βάρος του Σολωμού, λ.χ., αυτό ισχύει και με το «ο αποθανών δεδικαίωται», που το μεταφράζουμε ως «ο νεκρός δικαιώθηκε» ό,τι κι αν έπραξε. Μόνο που το «δεδικαίωται» εδώ δεν σημαίνει «είναι δικαιωμένος» αλλά «είναι απαλλαγμένος». Το κυριότερο, η φράση είναι κολοβωμένη: «Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», λέει ο Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή, όπου κηρύσσει τις ιδέες του για τον παλαιό άνθρωπο και για το βάπτισμα ως συμμετοχή στον θάνατο και την ταφή του Χριστού. «Γιατί σε έναν που πέθανε, η αμαρτία δεν έχει πια καμιά εξουσία», αυτή είναι η επίσημη μετάφραση της φράσης από τη Βιβλική Εταιρεία.
Το χωρίο πρέπει να είχε προκαλέσει σύγχυση από πολύ παλιά. Γι' αυτό το αναλύουν πάλι και πάλι ο Ωριγένης, ο Βασίλειος («τουτέστιν απήλλακται, ηλευθέρωται, κεκαθάρισται πάσης αμαρτίας», λέει), ο Χρυσόστομος, ο Δαμασκηνός, εξηγώντας πως ο νεκρός απαλλάχθηκε από την αμαρτία όχι επειδή συγχωρήθηκαν τα ανομήματά του, αλλά επειδή σαν νεκρός αδυνατεί πια να αμαρτήσει. «Τις γαρ εθεάσατο πώποτε νεκρόν, ή γάμον αλλότριον διορύττοντα, ή μιαιοφονία τας χείρας φοινίσσοντα, ή άλλο τι των ατόπων διαπραττόμενον;» ρωτάει ο Θεοδώρητος ο Κύρου τον 5ο αιώνα. Δηλαδή, ποιος είδε ποτέ νεκρό να καταστρέφει ξένο γάμο, να φονεύει βάφοντας κόκκινα τα χέρια του στο αίμα ή να κάνει οτιδήποτε άτοπο; Ποτέ και κανείς. Αλλά ό,τι έπραξες ζων, εξακολουθεί να σε βαραίνει, όσο κι αν σε αγιογραφούν στους επικήδειους οι επιτήδειοι της παραγραφής και της κολακείας, όπως έγινε και με τη Θάτσερ, που από «σιδηρά» την παράστησαν χρυσή και άψογη οι ιδεολογικοί οπαδοί της.
Βρίσκω εξαιρετικά επίκαιρο το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη με τίτλο "Επιτύμβιον", από τη ποιητική του συλλογή με τίτλο Ο στόχος και γι' αυτό το παραθέτω:
Ἐπιτύμβιον
Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.
Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.
(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.