Με την ευκαιρία μιας επετείου

2016-04-23 11:48

Λοιπόν σαν σήμερα κλείνουν 49 χρόνια από την κήρυξη της δικτατορίας των κολονέλων; Τα χρόνια περνάνε και δεν κοιτάνε τη δική σου (πρόσφατη) μελαγχολία. Καθώς έβλεπα ένα επετειακό ντοκυμαντέρ στη ΕΡΤ (τις "Μαρτυρίες" του Καβουκίδη), μου ήρθαν στο μυαλό αναμνήσεις από εκείνη την εποχή. Την 21 Απριλίου του '67 ήμουν δεν ήμουν δεκαπέντε χρονών. Πήγαινα τότε στην 4η γυμνασίου. Θυμάμαι που η μητέρα μου ξύπνησε τον μικρότερο αδερφό μου κι εμένα για να μας πει ότι δεν θα πηγαίναμε σχολείο εκείνη την ημέρα (συνολικά τρεις μέρες), γιατί έγινε δικτατορία. Λέξη τελείως άγνωστη στο λεξιλόγιό μου που δεν μπορούσα να τη συνδέσω με οποιαδήποτε αποκτημένη γνώση ή βιωματική εμπειρία από το περιβάλλον μου. Ο πατέρας μας, υπάλληλος τραπέζης, δημοκράτης, ψηφοφόρος του Κέντρου, η μητέρα μου αριστερίζουσα με έναν αθώο τρόπο και παντελώς ανοργάνωτη. Θυμάμαι, η μοναδική φορά που υπήρξε κάποια τριβή με τις κρατικές υπηρεσίες ήταν μια Κυριακή, που ήρθαν δύο από το τμήμα ασφάλειας του ΛΒ (τότε) Αστυνομικό Τμήμα της Δάφνης, για να κάνουν παρατηρήσεις και νουθεσίες στον πατέρα μου, επειδή η μητέρα μου είχε παρακολουθήσει κάνα δυο συγκεντρώσεις της Π.Ε.Γ. (Πανελλήνια Ένωση Γυναικών), που εντός της δρούσε η ΕΔΑ. Προσέξτε, στον πατέρα μου απευθύνθηκαν, στη μητέρα μου ούτε που μίλησαν. Προφανώς τη θεωρούσαν ενεργούμενό του. Αυτά είχαν συμβεί περίπου δύο χρόνια πριν από το '67. Θυμάμαι ότι παρακολουθούσα αμίλητος από κάποια γωνία και μπορούσα να αισθανθώ μια ατμόσφαιρα που περιείχε συγκαλυμμένες απειλές, αγανάκτηση, φόβο και στενοχώρια. Αυτή ήταν, εξ απαλών ονύχων,  η πρώτη μου εμπειρία καταστολής μιας αυταρχικής τότε δημοκρατίας. Πού να ήξερα τι θα ερχόταν αργότερα! Άλλοι όμως, φίλοι και σύντροφοι αργότερα, που αγαθή τύχη μάς έκανε να συναντηθούμε στη ζωή, είχαν μπόλικες εμπειρίες διώξεων στο άμεσο περιβάλλον τους και ήταν σίγουρα πιο υποψιασμένοι από εμένα.

Η πρώτη μου αντίδραση ήταν χαρά που γλίτωνα το σχολείο. Η δεύτερη, περιέργεια να δω από κοντά τι είναι αυτή η δικτατορία. Άκουγα και κάτι ήχους από ερπύστριες -τον αναγνώριζα τον ήχο- που έρχονταν από τη μεριά της Λεωφ. Βουλιαγμένης. Οι γονείς μου όμως ήταν ανένδοτοι και δεν μας άφηναν να βγούμε. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι ανεβήκαμε στην ταράτσα και βλέπαμε από εκεί ένα μικρό κομμάτι της λεωφόρου, όπου κατά διαστήματα περνούσε ένα τανκς. Εκτός από τον ήχο αυτό, επικρατούσε μια απόκοσμη σιγή - δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Δεν είχα καμία ανησυχία και θυμάμαι ότι απόλαυσα εκείνες τις αναγκαστικές διακοπές. Η πρώτη φορά που αισθάνθηκα κάτι που να προσομοιάζει με πολιτική αφύπνιση ήταν όταν -δύο χρόνια αργότερα- βρέθηκα με τους γονείς μου και οικογενειακούς φίλους στον Ωρωπό και περάσαμε τυχαία από τις φυλακές εκεί. Θυμάμαι, ρώτησα τον πατέρα μου και εκείνος χαμηλώνοντας την φωνή -ήμαστε μέσα στο αυτοκίνητο- μου είπε κάτι για αντίθετους στη δικτατορία και πολιτικούς κρατούμενους. Δεν συμπαθούσα τους αστυνομικούς με ένα ενστικτώδη τρόπο, έτσι όσοι βρίσκονταν μέσα εκεί, ξαφνικά, στα εφηβικά μου μάτια, είχαν όλα τα δίκια με το μέρος τους.

Η επόμενη, οριστική και βίαιη αφύπνιση έγινε μέσα στο πανεπιστήμιο, στη σχολή μου, αμέσως μετά το 1ο έτος. Θυμάμαι ότι για μένα όλα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1972, όταν κυκλοφόρησε ένα κείμενο μεταξύ των φοιτητών της Οδοντιατρικής Σχολής, που ζητούσε εκλογές στον φοιτητικό  μας σύλλογο. Έβαλα την υπογραφή μου με ένα μείγμα φόβου, μαχητικότητας και ένα παράξενο αίσθημα ιλίγγου, όπως όταν κάθεσαι στην άκρη ενός γκρεμού και αισθάνεσαι να σε τραβά αυτό που βρίσκεται στο τέλος του, ενώ συγχρόνως το ένστικτο αυτοσυντήρησης σου λέει να μην ενδώσεις. Καταλάβαινα ότι έκανα κάτι απαγορευμένο, που θα μου δημιουργούσε μπελάδες και θα έστρεφε τη ζωή μου σε μια κατεύθυνση... άγνωστη μεν, συναρπαστική δε, και ανεπιστρεπτί. Δεν έπεσα έξω. Είχα το μερίδιό μου στα μπλεξίματα με τους τότε κατασταλτικούς μηχανισμούς της χούντας, αλλά αποζημιώθηκα, μ'  εκείνες τις εμπειρίες που σε ενηλικιώνουν με αξίες ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου και με φιλίες πολύτιμες που κρατούν δυνατές και αναλλοίωτες ως τώρα. Ακολούθησαν τα γνωστά σε όλους οδόσημα πορείας του φοιτητικού κινήματος, οι δύο καταλήψεις της Νομικής και λίγο αργότερα το Πολυτεχνείο. Μετά, ένα σχετικά σύντομο διάστημα σιωπής και ήρθε η έκρηξη της Μεταπολίτευσης. Τότε που νομίσαμε ότι όλα ήταν εφικτά. Για μένα, αλλά τολμώ να ισχυριστώ και για τη μεγάλη πλειονότητα της γενιάς μου, όλη αυτή η πορεία από το σκοτάδι της δικτατορίας στο φως της Μεταπολίτευσης αποτελεί μια περίοδο αναφοράς στη ζωή μας, όπου όλα ήταν καθαρά, δεν υπήρχαν ιδιοτελείς σκέψεις, ο εχθρός ήταν ορατός και προφανής, ενώ η αίσθηση ότι αγωνιζόμαστε για ένα μέλλον με δημοκρατία και ελευθερία ήταν απλώς μεθυστική. 

Και τώρα; Έπειτα από 49 χρόνια, πού βρισκόμαστε; Τι σχέση έχουν τα όνειρά μας εκείνης της περιόδου με τη σημερινή πραγματικότητα; Η απάντηση έρχεται αβίαστα. Τότε υπήρχε ελπίδα για κάτι καλύτερο, για τα όνειρα που θα εκπληρωθούν. Ενώ σήμερα η ελπίδα το έχει βάλει στα πόδια και τα όνειρα οξειδώθηκαν. Η πορεία όμως άξιζε και οι τωρινές απογοητεύσεις δεν την ακυρώνουν. Πάντοτε, όταν συναντώ τους φίλους μου από εκείνα τα χρόνια, νιώθω ένα μείγμα συγκίνησης και  προσμονής ότι κάτι μπορεί να συμβεί, ότι δεν χάθηκαν όλα, και ότι παρά τη βιολογική μας φθορά είμαστε ακόμα μάχιμοι. Άσε που ακούω να έρχονται από μακριά τα υπόκωφα μπουμπουνητά μιας επερχόμενης θύελλας. Αυταπάτες; Ίσως να εκλαμβάνω τις επιθυμίες μου για πραγματικότητα. Αλλά, προς το παρόν, δεν έχω καμία διάθεση να τις ανταλλάξω με κάτι που να ονομάζεται ρεαλισμός, πραγματισμός και άλλες παρόμοιες λέξεις. Δεν αντιλέγω, χρήσιμες είναι, αλλά εγώ αυτό τον καιρό θέλω κάτι που να μπορεί να με απογειώσει και όχι να με προσγειώσει. 

Σας εύχομαι καλό Σαββατοκύριακο και κλείνω με το εξαιρετικό σκίτσο του Πέτρου Τσιολάκη (Ποντίκι, 2010):

Σας ασπάζομαι,

Πάνος Σταθόπουλος