Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία.*

2020-08-26 22:48

Είναι ο τίτλος ενός ποιήματος του Ουαλού ποιητή και συγγραφέα Ντίλαν Τόμας (1914-1953).

 

Ο Πέτρος έφυγε. Όσες φορές κι αν λέω αυτές τις λέξεις στον εαυτό μου, δεν μπορώ να τις εκλογικεύσω, δεν μου κάθονται. Γράφω αυτές τις γραμμές σε μια προσπάθεια να το χωνέψω, να αποδεχτώ το αμετάκλητο, να παραδεχτώ ότι δεν θ' ακούσω την τόσο χαρακτηριστική βαριά φωνή του -δουλεμένη με άπειρα τσιγάρα και εξαίσια οινοπνεύματα-, σ' εκείνο το "καλώς τονε", όποτε μα όποτε τον καλούσα στο τηλέφωνο.

Ξέρω ότι δεν αρκούν οι λέξεις, όσο περίτεχνα και αν τις αρμόσεις, για να εκφράσουν την οδύνη και αυτό το απαίσιο αίσθημα κενού που μένει σε όσους τον αγάπησαν. Λάθος, διορθώνω τον αόριστο του ρήματος στον σωστό ενεστώτα "αγαπούν", γιατί έχω τη βεβαιότητα ότι δεν θα ξεχαστεί ποτέ η παρουσία του, έστω άυλη θα μετέχει στην καθημερινότητά μας.

Γιατί, μπορεί τα αγαπημένα μας πρόσωπα να φεύγουν από κοντά μας και να τα αποχωριζόμαστε, δεν χάνεται όμως η αγάπη που αισθανόμαστε γι' αυτά και παραμένει κραταιά. Και μαζί με τη μνήμη, Πέτρο, θα σε κρατάει πάντα ζωντανό στη σκέψη μας και στα λόγια μας. Έτσι θα νικήσουμε τον θάνατο και δεν θα του επιτρέψουμε να σε πάρει τελεσίδικα από κοντά μας. Θα γελάμε πάντοτε με τα αστεία που είχαμε μοιραστεί. Θα συμφωνούμε ή θα πλακωνόμαστε για την πολιτική κι εσύ θα είσαι δίπλα μας. Θα ζαλιζόμαστε ευχάριστα και δημιουργικά με ωραιότατα αποστάγματα και, ενώ θα ξεκινάμε με τις αγριοφωνάρες μας να εκτελούμε κάποιο τραγούδι, εσύ θα τραγουδάς μαζί μας. Γιατί οι φίλοι φεύγουν κάποιες φορές πρόωρα, όπως τώρα, όμως η φιλία, η αγάπη, οι κοινές αναμνήσεις δεν χάνονται ποτέ, παραμένουν απόλυτα ζωντανές, είναι εκεί και σε περιμένουν να τις ανασύρεις από τη μνήμη στην καθημερινότητά σου με οποιαδήποτε αφορμή. Ένα τραγούδι, ένα γεγονός, μια σκέψη αρκούν για να αποκτήσουν τη φρεσκάδα του παρόντος και εκείνη την τόσο χαρακτηριστική οικειότητα που αισθάνεσαι μόνο όταν βρίσκεσαι με αγαπημένους φίλους.

Γνωριστήκαμε πριν από πενήντα επτά χρόνια, πρωτάκια στο Α' Γυμνάσιο, στο ίδιο τμήμα, και πορευτήκαμε μαζί για έξι χρόνια. Μεσολάβησε κενό και ξαναβρεθήκαμε πριν από τρία χρόνια στο φιλόξενο σπίτι του Λάμπρου και της Γιάννας. Πιάσαμε με απίστευτη ευκολία το νήμα της φιλίας μας, λες και ήταν μόλις την περασμένη εβδομάδα που είχαμε συναντηθεί για τελευταία φορά.

Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για μένα, αλλά και για την υπόλοιπη παρέα, τον Λάμπρο, τον Χρήστο και του δυο Βαγγέληδες. Όσο για σένα... εσύ primus inter pares προήδρευες στις συναντήσεις μας.

Παρόλο που γνωρίζαμε το πρόβλημα της υγείας σου, δεν μας επέτρεψες ούτε μία στιγμή να αμφιβάλλουμε ότι θα το ξεπεράσεις. Μπορεί να αυτοσαρκαζόσουν απολαυστικά, αλλά ποτέ δεν κατέφυγες στην αυτολύπηση και ποτέ δεν έδωσες το δικαίωμα ούτε επέτρεψες σε κανέναν να σε λυπηθεί. Σ' τα λέω αυτά τώρα, καλέ μου φίλε, γιατί αν προσπαθούσα νωρίτερα με κάποια ευκαιρία ή πρόφαση να εκφράσω τον θαυμασμό μου για τη δύναμη του χαρακτήρα σου και για το ακατάβλητο αγωνιστικό σου πνεύμα, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα με κοίταζες με το χαρακτηριστικό εξουθενωτικό σου βλέμμα και θα με απέκρουες με κάποιο εύστοχο -ως συνήθως- μπινελίκι.

Όπως είπα στην αρχή, δεν ήμουν ούτε κατ' ελάχιστον προετοιμασμένος να σε αποχαιρετήσω. Ήταν κυριολεκτικά μια γροθιά στο στομάχι. Έκτοτε προσπαθώ, προσπαθούμε να συνέλθουμε. Μας την έφερες, μπαγάσα, και σε φαντάζομαι να το διασκεδάζεις με το γνωστό σαρδόνιο χαμόγελό σου, με το οποίο στην πραγματικότητα έντυνες την αγάπη, την τρυφερότητα και το ενδιαφέρον που έτρεφες για τα αγαπημένα σου πρόσωπα.

Σ' ευχαριστώ που μου έκανες την τιμή να με θεωρείς φίλο σου. Να μου γνωρίσεις την υπέροχη οικογένειά σου, να με περιποιηθείς τόσες φορές. Αντί λοιπόν να σου πω ότι θα μου μείνεις αξέχαστος -ειλικρινές μεν αλλά ίσως κοινότοπο και ανεπαρκές- σε αποχαιρετώ προς το παρόν με αυτά τα λόγια που κρίνω ότι εκφράζουν όσα αισθάνθηκα κοντά σου.

Μου παρήγγειλε τ' αηδόνι**

Τώρα μαθαίνω πως η λύπη

γράφεται μ’ έψιλον και γιώτα.

Λείπεις – κι όλος ο κόσμος λείπει.

Λείπεις και νύχτωσαν τα φώτα.

 

Φωνή που ξεμακραίνει, τρέμει

φωνή ίδια βουνό ένα κλάμα.

Σαν δίχως νήμα μια ανέμη

σαν θαύμα που γυρνάει σε τραύμα.

 

Φωνή φαρμάκι, και το πίνω

όλο πουλί μου, να γλυκάνεις.

Το νου και το κορμί τα σβήνω,

μόνον εσύ μη μου πικράνεις.

 

Ακούω πιο βαθιά απ’ τη φωνή σου.

Νιώθω το βλέμμα της σιωπής σου σπαραγμένο.

Αξιώθηκα στιγμούλα της στιγμής σου.

Δώρο πιο τίμιο δεν έχω να προσμένω.

 

** Ποίημα του Παντελή Μπουκάλα από την ποιητική συλλογή ΡΗΜΑΤΑ, εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα 2010, σελ.71.