(It was) The Final Countdown

2019-06-15 23:01

Ήταν όντως η τελική αντίστροφη μέτρηση (The Final Countdown) και όχι μόνο η ανατριχίλα του ενθουσιασμού, όταν άκουγες αυτό το τραγούδι καθώς έμπαινε η εθνική ομάδα μπάσκετ στην αρένα του σταδίου Ειρήνης και Φιλίας τότε, το 1987, εν μέσω ενός θανατηφόρου καύσωνα. Το γράφω αυτό γιατί ούτε μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι μετά από δύο χρόνια θα κατέρρεε ο υπαρκτός σοσιαλισμός -σαν πύργος από τραπουλόχαρτα-, εν μέσω πανηγυρισμών από δυσμάς ως ανατολάς. Ότι ο Big Chief, Αντρέας Παπανδρέου, θα περνούσε από ειδικό δικαστήριο, θα τα 'φτιαχνε με μια πληθωρική αεροσυνοδό όντας παντρεμένος, και η Αριστερά (σύμπασα) θα τακίμιαζε με τη Δεξιά, έστω σε μια βραχύβια κυβέρνηση που πέρασε στην ιστορία ως το "βρόμικο '89". Ξαναγυρνάμε όμως στο '87.

Ήμουν 32 χρόνια νεότερος, με μαλλιά ακόμη στο κεφάλι μου και αρκετά κιλά ελαφρύτερος. Είχα αγοράσει τα εισιτήρια όλης της παρέας, για όλους τους αγώνες, από την Ομοσπονδία Μπάσκετ αρκετό καιρό πριν. Όταν ξεκίνησαν οι αγώνες έκλεινα το οδοντιατρείο μου, νωρίς το μεσημέρι, γύριζα στο σπίτι για να φάω μια μπουκιά και μετά περνούσε ο καλός μου φίλος ο Ηλίας, οδοντίατρος και αυτός, και κατηφορίζαμε με το αυτοκίνητό του προς το στάδιο. Βλέπετε είχαμε αγοράσει εισιτήρια για να βλέπουμε 4 αγώνες ημερησίως. Η υπόλοιπη παρέα έφτανε για τους δύο βραδινούς αγώνες. Εμείς οι δύο ήμασταν οι άρρωστοι της παρέας. Αν μας έπαιρνε, θα πηγαίναμε από το πρωί... Από την αρχή, πριν ακόμα το αγωνιστικό ξεκίνημα της διοργάνωσης, θυμάμαι ότι δεν τρέφαμε πολύ υψηλές προσδοκίες για την Εθνική. Βλέπετε, συμμετείχαν ομάδες μεγαθήρια του αγωνίσματος, με μακρά μπασκετική παράδοση που μονοπωλούσαν τα μετάλλια, παικταράδες ολκής, πραγματικοί θρύλοι και αλεπούδες των πάγκων, προπονητές που καθοδηγούσαν τους θρύλους που λέγαμε. Είχαμε μετριοπαθείς προσδοκίες εξαιτίας όλων αυτών. Πόσο απίστευτα πέσαμε έξω... 

Κληρωθήκαμε στον πρώτο όμιλο, τον όμιλο με τα μεγαθήρια. Ξεκινήσαμε τους αγώνες της προκριματικής φάσης (6 ομάδες) με έναν εύκολο αγώνα με τη Ρουμανία. Ο 2ος αγώνας, αυτός με την μπασκετομάνα Γιουγκοσλαβία (ενιαία ακόμη), εξελίχθηκε σε μια φοβερή μάχη εκ του συστάδην, που κατέληξε υπέρ ημών. Ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς ένας θρύλος του παγκόσμιου μπάσκετ κοουτσάριζε τους Γιούγκους, που είχαν τα αδέρφια Πέτροβιτς και τα ανερχόμενα αστέρια: Πάσπαλιε, Κούκοτς, Ράτζα, Ντίβατς, Βράνκοβιτς και έναν αμούστακο Τζόρτζεβιτς. Τότε άρχισαν να εμφυλοχωρούν στη σκέψη μας προσδοκίες και όνειρα για διακρίσεις, γατί όχι και η λάμψη ενός μετάλλιου. Επίσης, από εκείνο το παιχνίδι και μέχρι τέλους της διοργάνωσης έκλεισε η φωνή μου εξαιτίας κακοποίησης των φωνητικών μου χορδών - δεν νομίζω ότι χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Ακουγόμουν επί δυό εβδομάδες σαν βραχνοκόκορας. Ακολούθησε το τρίτο παιχνίδι, με τη πανίσχυρη furia roja, δηλαδή τους Ισπανούς όπου δεχτήκαμε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα. Το προτελευταίο παιχνίδι ήταν με την κραταιά και πολυνίκη των πανευρωπαϊκών αγώνων Σοβιετική Ένωση - να ζήσουμε να τη θυμόμαστε. Τρομερή μάχη, χάσαμε στο τέλος με τρεις πόντους διαφορά και με καθολικές διαμαρτυρίες παικτών και εξέδρας για τη διαιτησία, ιδιαίτερα του Τσεχοσλοβάκου Κοτλέμπα. Ο τελευταίος αγώνας ήταν με τη Γαλλία και ήταν αγώνας ζωής ή θανάτου. Υπήρχε άγχος, όχι μόνο στις κερκίδες αλλά και εντός του γηπέδου. Τελικά νικήσαμε και το άγχος μας και προκριθήκαμε τέταρτοι από τον όμιλο.

Στην επόμενη φάση, την προημιτελική, παίξαμε με την Ιταλία, την οποία δεν την είχαμε κερδίσει ποτέ στο παρελθόν. Ευτυχώς η παράδοση έσπασε και έτσι φτάσαμε να παίζουμε ημιτελικά -ξανά- με τη Γιουγκοσλαβία, υποψιασμένη πλέον και διψασμένη για εκδίκηση. Μετά από μεγάλη μάχη, όπου οι άμυνες εκατέρωθεν είχαν τον πρώτο λόγο, τους νικήσαμε και προκριθήκαμε στον τελικό. Τότε πλέον εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι μπορούμε να σηκώσουμε την κούπα. Ως τώρα δεν έχω αναφέρει λέξη για την ομαδάρα που μας έφτασε εκεί, τους πραγματικούς πρωταγωνιστές. Στα γκαρντ είχαμε τους Γκάλη, Γιαννάκη. Ο αυτοκράτορας των σκόρερ με τον μετρ των ασίστ. Στη θέση του σμολ φόργουορντ είχαμε τον παίκτη ορχήστρα, Φάνη Χριστοδούλου. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Φάνης, αν διέθετε τη συγκέντρωση και τον επαγγελματισμό των δύο πρώτων, θα τους ξεπερνούσε σε όλα. Στη θέση του πάουερ φόργουορντ έπαιξε κατά βάση ο Αργύρης Καμπούρης που έμελλε με τις δύο -καθοριστικές- βολές που έβαλε στο τελικό να μας χαρίσει τον τίτλο. Τέλος, στη θέση του σέντερ είχαμε την... αράχνη, τον κατά κόσμο Παναγιώτη Φασούλα, εξπέρ στα κοψίματα και στα ριμπάουντ. Φυσικά υπήρχαν εξαιρετικοί ρολίστες-αλλαγές που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο ειδικά στον τελικό. Αυτό το σύνολο το καθοδηγούσε ο Κώστας Πολίτης -εξαιρετικός παίκτης στην εποχή του-, ψύχραιμος, με ολύμπια ηρεμία και καθοριστικές αποφάσεις μέσα στο παιχνιδι. 

Στον τελικό και μετά από παράταση κερδίσαμε τους Ρώσους και έκτοτε το μπάσκετ μάς χάρισε πάμπολλες διακρίσεις σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο. Εκείνη η νίκη ήταν το έναυσμα. Για μένα και φαντάζομαι για όλους εκείνους που κάθιδροι, με την ψυχή στο στόμα και στο τέλος με υγρά μάτια τραγουδήσαμε τον εθνικό ύμνο τη στιγμή της απονομής, ήταν μια από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μας, πραγματικά αξέχαστη. Ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ακούω τις ιαχές και την παρότρυνση "Άμυνα! Άμυνα, παιδιά!". Αφουγκράζομαι το αγκομαχητό των παικτών και τον θόρυβο που έκαναν τα παπούτσια τους στο παρκέ. Τέλος, αισθάνομαι αυτή την ανατριχίλα που μόνο όποιος ήταν εκεί και είχε πια πιστέψει στη νίκη μπορεί να καταλάβει. Αφήστε που νομίζω ότι θα μου (ξανά)κλείσει η φωνή. Δεν υπήρχαν κινητά για να αιχμαλωτίσουν τη στιγμή και ό,τι έχει μείνει εκτός από τη φτωχή σε ανάλυση εικόνα της ΕΡΤ με το επικολυρικό σπικάζ του αξέχαστου Φίλιππα Συρίγου, είναι αυτές οι εικόνες που φυλάμε με ευλάβεια στη μνήμη μας. Μια επίθεση του γκάγκστερ εκεί, μια άμυνα του Φάνη εδώ, μια βουτιά στο παρκέ του Γιαννάκη, μια τάπα του Φασούλα. Ευχαριστούμε, παιδιά...

Βρήκα το παρακάτω κείμενο στον ιστότοπο το Κουτί της Πανδώρας από τον αγαπημένο μου αθλητικογράφο-σχολιαστή Νίκο Παπαδογιάννη και σας το παραθέτω αυτούσιο.

 

 

Παρακολουθείς το βίντεο από τον τελικό του Ευρωμπάσκετ ’87 και η ένθεη αύρα μοιάζει σαν να έρχεται από κάποιον ξένο πλανήτη, τον «πλανήτη Χάπι» που έλεγε το παλιό τραγουδάκι. Κοντομάνικα πουκάμισα, παχιά μουστάκια, εθνική ανάταση, κάτι σαν προεκλογική συγκέντρωση του παλαιού ΠΑΣΟΚ με «Eye of the tiger» αντί για «Carmina Burana».

Στην εξέδρα των επισήμων, ο μίστερ ΠΑΣΟΚ αυτοπροσώπως, ο «λευκός Πελέ» που έλεγε τότε ο Συρίγος, ο Ανδρέας Παπανδρέου με λινή κοστουμιά, αδυνατισμένο κορμί και το γοητευτικό αλλά ξύλινο χαμόγελο του πολιτικού που δεν καταλαβαίνει γρυ από όσα βλέπει. Δίπλα του αμήχανη η Μάργκαρετ, ζωντανή εικόνα ενός πολύκροτου γάμου που ήδη έπνεε τα λοίσθια.

Πιο πέρα, καθόταν ο Μητσοτάκης, ναι, ο Μητσοτάκης. Ο κανονικός Μητσοτάκης, ο αποστάτης ντε, όχι ο σημερινός ο ιμιτασιόν ο γιος του αποστάτη. Ο "επίτιμος", με σάρκα και οστά. Ντυμένος στα λευκά, σαν νυφούλα της διαπλοκής. Με το αλησμόνητο μειδίαμα του κόμη δράκουλα και με το λαγοπόδαρο στην τσέπη, μπας και ξορκιστεί για μια φορά η θρυλική γκαντεμιά του. Ευτυχώς, ο Γκάλης φορούσε περιδέραιο από σκόρδα.

Απρόσκλητος ανάμεσά τους σε ρόλο σάρκινου αναχώματος, για να αποκρούει τα βλέμματα μίσους που ειδάλλως θα αντάλλασσαν πρωθυπουργός και αξιωματικός της αντιπολίτευσης, ο ανυποψίαστος πρόεδρος της FIBA Ρομπέρ Μπισνέλ, αυτός που ετοιμαζόταν να παραδώσει το τρόπαιο στα χέρια του Έλληνα αρχηγού Παναγιώτη Γιαννάκη.

Στο πρώτο τραπέζι πίστα, γιατί η εξοχότης του δεν ανεχόταν κάτι λιγότερο, ο πρόεδρος Σαρτζετάκης, με γυαλί πατομπούκαλο, αγκαζέ με τη σύζυγο Έφη, αλλά όχι με τη θυγατέρα Πετρούλα. Αυτός και αν δεν σκάμπαζε γρυ από όσα τεκταίνονταν μπροστά στα αδέκαστα μάτια του.

Και πιο κάτω, μακριά από τις κομιλφό συμπεριφορές της εξέδρας των επισήμων, η παθιασμένη Μελινάρα, που πριν τελειώσει η νύχτα έμελλε να βρεθεί ιπτάμενη στην αγκαλιά του Παναγιώτη Φασούλα, σαν μικροσκοπικό, τρισχαριτωμένο, εκστασιασμένο κουταβάκι.

Έτσι κι αλλιώς, ένιωθε να πετάει. Κάτι για μάρμαρα ψέλλιζε μέσα στα επινίκια, αλλά ποιος έδινε σημασία σε εθνικά συνθήματα μέσα στον αλαλαγμό;

Το μοναδικό εθνικό θέμα που μετρούσε εκείνο το ζεστό βράδυ του Ιούνη ήταν η κατάκτηση του ΕυρωπαΪκού Πρωταθλήματος  μπάσκετ, αυτού που ένωσε τους Έλληνες όσο δεν μπορούσαν να διανοηθούν ο Παπανδρέου, ο Μητσοτάκης, ο Λεωνίδας Κύρκος και οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί της εποχής.

Λησμόνησα να μνημονεύσω την ηχηρή απουσία του Χαρίλαου Φλωράκη από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Ο Περισσός έζησε μία νύχτα βασανιστικών διλημμάτων, στις 14 Ιουνίου 1987. Ένας τελικός ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΕΣΣΔ έμοιαζε με σενάριο σαδιστικής φαντασίας και τα διχασμένα κορμιά απέφυγαν επιμελώς την κακοτοπιά.

Παιδί του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν βεβαίως και ο Φασούλας, αλλά με τάσεις αλλοιθωρισμού προς τον ανύπαρκτο σοσιαλισμό των Πασόκων. Δεκατρία χρόνια αργότερα, εξελέγη πρώτος σε σταυρούς βουλευτής στην Α’ Πειραιά, κάτω από την πράσινη σημαία.

Τρεις δεκαετίες μετά το μαλαματένιο Ευρωμπάσκετ του 1987, ο επίσης αριστερός Γιαννάκης εξακολουθεί να παίζει αποτελεσματική άμυνα στις ποικιλόχρωμες πιέσεις που του ασκούνται. Ο προπονητής Κώστας Πολίτης προερχόταν από το ΚΚΕ, αλλά πήγε με τους αναθεωρητές μετά τη διάσπαση.

Ο Νίκος Γκάλης παραμένει υπερκομματικό, σχεδόν εθνικό σύμβολο και διαψεύδει με οργή οποιοδήποτε σενάριο τον εμπλέκει με την ενεργό πολιτική. Ο Φάνης Χριστοδούλου μονάζει στην Πάρο.

Ο Νίκος Σταυρόπουλος έβαλε υποψηφιότητα με τον Τζιτζικώστα στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν εξελέγη. Ο Αργύρης Καμπούρης είναι ο τίμιος γίγαντας όλων των Ελλήνων και σε αγριοκοιτάζει αν του μιλήσεις για δεξιά.

Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, βέβαια, ήταν από τους πιστότερους ακολούθους του «λευκού Πελέ» και υπηρέτησε το ΠΑΣΟΚ ως Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, μεταξύ 1993-96.

Το κάδρο με τη μορφή ενός κραταιού Ανδρέα Παπανδρέου καμαρώνει μέχρι σήμερα πίσω από το γραφείο του προέδρου της Ομοσπονδίας μπάσκετ. Με τους εκσυγχρονιστές που παρέλαβαν τη σκυτάλη, ο Βασιλακόπουλος δεν έκανε ποτέ χωριό.

Οι περισσότεροι από τους πολιτικούς που προαναφέρθηκαν δεν ζουν πια. Μαζί τους, αναχώρησαν για κάποιον άλλον κόσμο ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές του δράματος: ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς, Αλεξάντερ Γκομέλσκι που μας αποκάλεσε «Μαυριτανία», ο Σοβιετικός σέντερ Γκομπόροφ που παραχώρησε το κρίσιμο φάουλ στον Καμπούρη, ο Πανκράσκιν, ο Ντιάθ Μιγκέλ, ο Κώστας Πολίτης, η Τζένη Γκάλη σύζυγος Νικ, ο Φίλιππος Συρίγος, ο σκηνοθέτης Κώστας Περπερίδης.

Η ίδια η Ελλάδα του ’87, με την επίπλαστη ευημερία της, δεν μένει πια εδώ. Η Ευρώπη του Τείχους, του Ψυχρού Πολέμου, της ΕΣΣΔ, της Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας, κλειδώθηκε στο χρονοντούλαπο.

Εμείς, όμως, θα έχουμε για πάντα το 1987, το τουρνουά που μας έκανε να πιστέψουμε ότι μπορούμε να ορθώσουμε ανάστημα και να κοιτάξουμε στα μάτια τα θηρία. Συνέβη μέσα σε ένα γήπεδο μπάσκετ, αλλά ο αντίχτυπος του κατορθώματος άγγιξε πολύ πιο πλατιά στρώματα της κοινωνίας.

Το ποδοσφαιρικό Εuro του 2004 απείχε ακόμη 17 χρόνια και άλλωστε δεν έπεισε κανέναν ότι ήταν κάτι παραπάνω από τυχαίο πυροτέχνημα.

Το μπάσκετ μας, όμως, παραμένει στην κορυφογραμμή 32 χρόνια αργότερα. Τρεις δεκαετίες τώρα, είναι ίσως το τελευταίο ζωντανό κύτταρο μίας κοινωνίας που μονίμως χειμάζεται.