In memoriam
2016-06-24 19:49Σαν χθες, στις 23 Ιουνίου, αλλά του 2005, ένας σπουδαίος ποιητής εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο. Η ελληνική ποίηση φτώχυνε χάνοντας έναν σπουδαίο και συνάμα σεμνό λειτουργό της. Η μικρή αυτή χώρα, η πατρίδα μας, έχει βγάλει σπουδαίους ποιητές και ένας από αυτούς ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι η ποιητική... σιωπή που επέβαλε στον εαυτό του από το 1983 και μέχρι τον θάνατό του. Όπως είχε δηλώσει: "Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω, το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή".
Το ιστολόγιο αυτό τρέφει μεγάλη αδυναμία στην ποίησή του και έτσι θα παραθέσω κάποιους στίχους του τιμώντας τη μνήμη του.
ΟΙ ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ
Ανέβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου / είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού. / Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ' όνειρο / Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας / Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο / Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ' άναμμα της σάρκας / Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ'αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους / Ξέρεις πως θα 'ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας / Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να 'ναι κανείς ν' ακούσει την αγωνία της φωνής μας / Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν' αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία; / Και μένουμε δυο νικημένοι μ' ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.
ΤΟ ΣΚΑΚΙ
Έλα να παίξουμε. / Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου / (Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη / Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη) / Θα σου χαρίσω τους πύργους μου / (Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου / Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα) / Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου / Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω; / (Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα) / Όλα, και τ' άλογά μου θα σ' τα δώσω / Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω / Που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει / Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη / Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου / Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά / Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις. / Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
ΑΥΤΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ...
Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε / Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους / Αλλάξαν και των προαστίων οι ονομασίες / Υψώνονται άσυλα στα γήπεδα και στις πλατείες. / Ποιος περιμένει την επιστροφή σου; Εδώ οι επίγονοι / Λιθοβολούν τους ξένους, θύουν σ' ομοιώματα, / Είσαι ένας άγνωστος μες στο άγνωστο εκκλησίασμα / Κι από τον άμβωνα αφορίζουνε τους ξένους / Ρίχνουνε στους αλλόγλωσσους κατάρες. / Εσύ στους σκοτεινούς διαδρόμους χώσου / Στις δαιδαλώδεις κρύπτες που δεν προσεγγίζει / Ούτε φωνή αγριμιού ή ήχος τυμπάνου, / Εκεί δε θα σε βρουν. Γιατί αν σ' αφορίσουν / Κάποιοι -αναπόφευκτα- στα χείλη τους θα σε προφέρουν / Οι σκέψεις σου θ' αλλοιωθούν, θα σου αποδώσουν / Ψιθυριστά προθέσεις, θα σε υμνήσουν. / Με τέτοιες προσιτές επιτυχίες θα ηττηθείς. / Τεντώσου απορρίπτοντας των λόγων σου την πανοπλία / Κάθε εξωτερικό περίβλημά σου περιττό / Και της Σιωπής το μέγα διάστημα, έτσι, / Τεντώσου να πληρώσεις συμπαγής.