Γιουσίν
2016-07-05 22:01Κατά μάνα και η κόρη... Νομίζω ότι αυτή η φράση τα λέει όλα στην περίπτωση της Δέσποινας και της κόρης της, της Μαρίας. Πριν από δύο μέρες ανέβασα ένα κείμενο της Δέσποινας, που διεκτραγωδούσε την εμπειρία της από μια συνάντηση σε μια συνοικία των Αθηνών, στο πλαίσιο του γονεϊκού κινήματος, στο οποίο συμμετέχει ενεργά. Σκέφτηκα λοιπόν να σας "γνωρίσω" την κόρη της που, όπως θα διαπιστώσετε από το κείμενο, έχει τις ίδιες ευαισθησίες και αξίες με τη μαμά της (μπράβο, Δέσποινα). Το διήγημά της με τίτλο Γιουσίν είναι η φυσική συνέχεια του κειμένου της Δέσποινας (και αντιστρόφως), πήρε τιμητική διάκριση (συγχαρητήρια, Μαρία) πριν από λίγο καιρό σε διαγωνισμό λογοτεχνίας. Υπ΄ όψιν ότι ο Γιουσίν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Είναι ένα Αφγανάκι που φιλοξενείται(;) στις δομές του Ελληνικού.
«Γιουσίν»
«Πάλι εδώ εσύ;» τα βλέμματα των ανθρώπων παγερά καρφωμένα πάνω μου να με ρωτούν. Μα εγώ, σιωπή. Σιωπή με τα μάτια, σιωπή με τα λόγια. Άλλωστε τι να απαντήσω στο βλέμμα των ανθρώπων; Απλά κοίταξα πάλι το πεζοδρόμιο περιμένοντας το φανάρι να μου φανερώσει ότι μπορούσα να περάσω την λεωφόρο.
Ήταν μεσημεράκι και από το κέντρο που μας φιλοξενεί όλους εμάς τους «ξένους» μας άφησαν να πάμε μία οικογενειακή βόλτα. Η μαμά και ο μπαμπάς ήταν ήδη στην παραλία όπου κατευθυνόμουν κι εγώ.
Το φανάρι μου έδωσε το σήμα να περάσω απέναντι, καθώς και το σήμα ότι ήμουν ελεύθερος να φύγω από τα άξεστα βλέμματα των ανθρώπων στα αμάξια. Πέρασα γρήγορα κοιτώντας τριγύρω βουρκωμένος. «Πάλι εδώ εσύ;» ρώτησα τον δρόμο, το μόνο φίλο μου. «Πάλι εδώ εγώ..» απάντησε εκείνος και μου δημιούργησε ένα χαμόγελο.
Τα κορναρίσματα ήταν πολλά και οι λέξεις που έβγαιναν από τα στόματά τους ακόμα περισσότερες. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, μιλούσαν στα ελληνικά, μα ήξερα ότι μου φώναζαν. Ήξερα ότι μου φώναζαν επειδή μπλόκαρα την κυκλοφορία. Μα, δεν έφταιγα. Μιλούσα με τον φίλο μου, οι άλλοι στην πατρίδα με εγκατέλειψαν. «Γιουσίν» είχαν πει «θα είμαστε για πάντα μαζί. Πάντα και παντού». Ωραίοι ψεύτες. Με άφησαν εδώ μόνο μου.
Το κορνάρισμα είχε σταματήσει και εγώ είμαι μπροστά από τον προορισμό μου. Κάθισα στην άμμο κοιτώντας την θάλασσα και παίζοντας την άμμο στην χούφτα μου. Με την αδερφή μου το κάναμε αυτό πολύ συχνά. Μπλέκαμε την άμμο στα χέρια μας και κάποιες φορές, όταν η άμμος ήταν υγρή, φτιάχναμε και μικρά κάστρα. Όχι εδώ στην Ελλάδα, όχι βέβαια.. Πίσω, στην Συρία…
Η αδελφούλα μου, πόσο μου λείπει.. Όταν ρωτάω την μαμά για εκείνη μου λέει ότι της λείπω αλλά ότι με χαζεύει κάθε μέρα. Όταν ρωτάω τον μπαμπά από πού με χαζεύει μου απαντά ότι αυτή είναι συζήτηση για μεγάλους. Μα, κι εγώ μεγάλος είμαι! Χθες έγινα εννέα χρονών! Αυτοί οι άνθρωποι που μας δίνουν να φάμε μου έδωσαν για δώρο σοκολάτα αλλά και για επιβράβευση που κατάφερα να επιβιώσω όλα αυτά τα χρόνια.
Σηκώθηκα από την άμμο, βγάζοντας όλες αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου και έψαξα να βρω τους γονείς μου.
Εύκολα βρέθηκαν, καθισμένοι ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα, ατενίζοντας το απέραντο πέλαγος. Έκατσα ανάμεσά τους, έγειρα στο πλευρό της μητέρας μου και ρώτησα «Μαμά, η αδερφή μου, είναι στην Συρία;». Τα μάτια της στένεψαν και γύρισε να κοιτάξει τον μπαμπά. «Πρακτικά», απάντησε εκείνος και η μαμά έμοιαζε να ξαφνιάζεται. «Τι εννοείς μπαμπά;» ρώτησα γεμάτος με αγωνία. «Το σώμα της είναι στην Συρία..» είπε ο μπαμπάς αλλά η μαμά τον διέκοψε «Αλλά η ψυχή της είναι ακόμα εδώ, μαζί μας.»
Πέρασα το μεσημέρι μου κλαίγοντας στην ακρογιαλιά καταλαβαίνοντας ότι η αδερφή μου είχε πεθάνει. Όσο σκληρό και ανώριμο ακουστεί αυτό, χαίρομαι. Τουλάχιστον ξέρω ότι έχω άλλον έναν φίλο εδώ, μαζί μου. Ανυπομονώ να μιλήσω στον δρόμο για εκείνη και ελπίζω να μου πει κι εκείνος δικές του παρόμοιες ιστορίες. Αλλά δεν θα κάνω μόνο αυτό.. Θα της μιλάω, θα την κοιτάω ακόμα κι αν στραβολαιμιάσω με το κεφάλι να κοιτάει τον ουρανό. Θα με προσέχει και θα με αγαπάει. Τουλάχιστον θα έχω και κάποιον ακόμα σ’ αυτή τη χώρα…