Ένας άνθρωπος που έζησε... παίζοντας
2016-10-16 20:12Τις μέρες που μας πέρασαν χάθηκαν τρεις άνθρωποι της τέχνης, που ο καθένας με τον μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο του, το έργο του, άφησε το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα στην τέχνη που υπηρέτησε με θαυμαστή προσήλωση και συνέπεια. Αναφέρω αυτές τις δύο -κατά την ταπεινή μου γνώμη- αρετές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τους δημιουργούς -και όχι μόνο- σε κάθε είδους δραστηριότητα. Νομίζω ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ και από οτιδήποτε άλλο αυτές οι δύο αρετές είναι είδος σε ανεπάρκεια. Αλλά πολλά λέω και σταματώ εδώ. Ο πρώτος που θα αναφέρω εδώ είναι ο Ντάριο Φο. Με έχει κάνει να προβληματιστώ βαθιά και να γελάσω μέχρι δακρύων. Πάρα πολλά έργα του έχουν ανέβει στην ελληνική σκηνή από μια πληθώρα καλλιτεχνών. Ανάμεσα στα πολλά αφιερώματα γι' αυτόν, διάλεξα τον τρυφερό αποχαιρετισμό της Νόρας Ράλλη στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Ο μέγας σαλτιμπάγκος
Το σύστημα ρίχνει το τελευταίο του χαρτί. Παίζει τα ρέστα του. Βέβαια, η Ιστορία έχει δείξει ότι όταν το σύστημα ρίχνει το τελευταίο του χαρτί και παίζει τα ρέστα του, συνήθως παίρνει το παιχνίδι. Και ως εκ γενετής απαισιόδοξη, θα πω πως ναι, μπορεί και να το πάρει.
Αλλά, ως «κακεντρεχές σχολάριον», όπως με χαρακτηρίζουν όσοι ξέρουν, θα πω πως, ε, και; Το παιχνίδι πλέον έχει αλλάξει. Δεν είναι δύο οι πρωταγωνιστές. Εχει μπει κόσμος πολύς. Μιλιούνια. Γι' αυτό και το παιχνίδι απονευρώνει την ισχύ των ίδιων των κανόνων του. Γι' αυτό και είναι επικίνδυνο, φορές αιμοβόρο, αλλά και γοητευτικό, ανατρεπτικό και γνήσιο.
Στριμωξίδι και κακό, πατήματα και σπρωξίματα, ο ένας να πέφτει πάνω στον άλλο και την επόμενη στιγμή, μοναξιά και σιωπή.
Απέναντι σε ακαθόριστους κανόνες, το τοπίο είναι ομιχλώδες. Και αυτή την παιγνιώδη ομίχλη είναι που δεν αντέχει το σύστημα (εξουσίας, θρησκείας, ενώσεων, αιρέσεων, κράτους και παρακράτους). Με τίποτα, όμως, δεν την αντέχει αυτή την αβάσταχτη διαβλητότητα του είναι τους - για να παραφράσουμε και τους σπουδαίους δασκάλους των Γραμμάτων.
Απέναντι σε αυτόν τον κόσμο που «παίζει» (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου), ο άλλος κόσμος, ο κόσμος τους, που μισεί το «παιχνίδι», το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ή πόλεμος (πλήρη καταστροφή, καθολικός φόβος, συντριπτική εξαθλίωση - τίποτε λιγότερο δεν τους είναι αρκετό) ή να γελάσει... Προσοχή, όμως: όταν η εξουσία γελάει, είναι για να δείξει τα δόντια της.
«Το τρέμουν. Το φοβούνται. Τους είναι αβάσταχτο. Γιατί, όταν το γέλιο είναι σοβαρό, μπορεί να γίνει ο τάφος όσων παράγουν εξουσία. Δεν είναι τυχαίο που τα πρώτα θύματα σε κάθε προσπάθεια επιβολής είναι οι γελωτοποιοί και οι σαλτιμπάγκοι».
Τα είπε. Ξεκάθαρα και υπέροχα με τον δικό του αντισυστημικό, αιρετικό, πολιτικό, ιταλιάνικο τρόπο. Θαύμαζε όσους εκφράζονταν χωρίς να λένε άμεσες αλήθειες αλλά και χωρίς να ακυρώνουν μια αίσθηση εμβάθυνσης.
Ο ίδιος ωστόσο, τόσο στα λογοτεχνικά κείμενά του, όσο και στα θεατρικά, τα έλεγε έξω από τα δόντια, ακυρώνοντας κάθε σοβαροφάνεια, προκαλώντας αβίαστο γέλιο. Αυτός, ο μέγας σαλτιμπάγκος. Ο τόσο ερωτευμένος. Ο παντοτινά ερωτευμένος και εξόχως σταθερός σε μία στάση ζωή που ενώ παρέκκλινε από όλες τις νόρμες, δεν ξέφυγε ποτέ από τη δική του.
«Το γέλιο που προκαλεί ο ηθοποιός, ο τρόμος που σε κάνει να νιώθεις ο ακροβάτης, καταπίνοντας σπαθιά και φτύνοντας φωτιές, η έλξη που ασκεί η διαβολική πονηριά του κατεργάρη, όλα αυτά συνιστούν αυτό που προσωπικά αποκαλώ “η γέννηση της παραδοξότητας”: η μεγαλύτερη μορφή ευφυΐας του ανθρώπου» δήλωνε.
«Γι' αυτό και όλοι αυτοί δρουν καλύτερα πίσω από τις μάσκες (θεατρικές ή καθημερινά προσωπεία). Γιατί πίσω από τη μάσκα, δεν μπορείς να πεις ψέματα. Για να γίνεις πιστευτός, όταν δεν φανερώνεις το πραγματικό σου πρόσωπο, πρέπει να το κάνεις με όλο σου το σώμα. Και οι άνθρωποι δεν έχουμε συνηθίσει να λέμε ψέματα με όλο μας το σώμα».
Στον Ανταίο Χρυσοστομίδη τα έλεγε αυτά, στις «Κεραίες της εποχής μας». Που ξαναέδειξε η ΕΡΤ προχθές, μέρα του θανάτου του. Γιατί (δυστυχώς) μόνο στην ΕΡΤ θα μπορούσες να δεις κάτι τέτοιο.
Και φυσικά, στο θέατρο, σε κάποιο από τα δεκάδες ανεβάσματα έργων του στην Ελλάδα (από Κάρολο Κουν, Στέφανο Ληναίο, Ελλη Φωτίου, Αλίκη Γεωργούλη, Πάνο Σκουρολιάκο, Σταμάτη Κραουνάκη και πόσους νεότερους θιάσους, ΔΗΠΕΘΕ και συλλόγους).
Ο Ντάριο Φο δεν είχε στόμφο. Είχε κότσια. Και τρυφερότητα. Του μικρού παιδιού τον αυθορμητισμό. Του πραγματικού αγωνιστή την ακεραιότητα. Πήρε τον μεσαιωνικό, δύσμορφο σαλτιμπάγκο, τον ένωσε με τον τροβαδούρο ποιητή και τους έβαλε μαζί στο παλκοσένικο της κομέντια ντελ άρτε να προκαλούν με σάτιρα πικρή την αστική και λαϊκή Ιταλία. Με κάθε κόστος. Aυτός ήταν: ο υπέροχος κύριος Φο.
Τι σημαίνει, στ' αλήθεια, υπερασπίζομαι αγώνες και τάσσομαι στο πλευρό των αξιών μου, με κάθε κόστος; Σημαίνει το κάνω μέχρι τέλους. Δεν σημαίνει γίνομαι/παίζω το παιχνίδι «τους». Σημαίνει κάνω τη ζωή... παιχνίδι.
Και ένα μικρό επίμετρο της Έφης Μαρίνου από την ίδια εφημερίδα:
Ποτέ δεν ψηφίζω Δεξιά
Τον Ιούλιο του 1995 μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο ο Ντάριο Φο χάνει σχεδόν ολοκληρωτικά την όρασή του αλλά αποκαθίσταται σε σημαντικό βαθμό μετά από έναν χρόνο. Το 2006 είναι υποψήφιος για τη δημαρχία στο Μιλάνο υποστηριζόμενος από την Κομμουνιστική Επανίδρυση και συγκεντρώνει το 20% των ψήφων.
Εφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, σφραγίζοντας την εποχή του με το μοναδικό του ταλέντο στο θέατρο, την πίστη στις ιδέες του, το θάρρος και την αγωνιστικότητά του εναντίον της στέρησης της ελευθερίας έκφρασης αλλά και κάθε μορφής βία. Ιδού τι είπε τον περασμένο Μάρτιο στη Σίλβια Τρούτσι για το «Il Fatto Quotidiano» με αφορμή τα γενέθλιά του:
Κάθε τόσο κάποιος μου έλεγε: “Σκέψου ότι σε λίγο θα γίνεις ενενήντα χρόνων” κι εγώ δεν έδινα σημασία. Τα γεράματα πέφτουν πάνω σου ξαφνικά. Εγώ όμως αισθάνομαι ηλικιωμένος, όχι γέρος.
Οι γέροι είναι συντηρητικοί, νοσταλγικοί. Δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επαναλαμβάνουν “στον καιρό μου”, έχουν μια κλειστή νοοτροπία, μερικές φορές στενοκέφαλη. Δεν δέχονται το καινούργιο, γελάνε λίγο. Είναι εχθρικοί προς τη διαφορετικότητα. Εγώ δεν τα βρίσκω με τους ανθρώπους της ηλικίας μου. Εκτός των άλλων οι γέροι συνήθως ψηφίζουν τη Δεξιά. Εγώ τη Δεξιά ποτέ!