Είμαστε το άθροισμα των επιθυμιών μας;

2017-07-18 22:59

Εμμέσως απάντηση στο ερώτημα του τίτλου δίνεται στο άρθρο του Γιώργου Τσιάρα από τη στήλη του "δρομο-λόγια" στην Εφημερίδα των Συντακτών. Η επικοινωνιακή χειραγώγηση που ασκείται με στόχο τους πολίτες και προς όφελος πολιτικών προσώπων, κομμάτων, επιχειρηματικών ομίλων, πολιτιστικών προϊόντων, καταναλωτικών προϊόντων κλπ., είναι πλέον εξόφθαλμη. Καμία κίνηση από οιονδήποτε φορέα, είτε αυτός πουλάει πολιτικές ιδέες, προγράμματα και υποσχέσεις, είτε εσώρουχα και τελευταίου τύπου προϊόντα περιποίησης προσώπου, δεν γίνεται αν δεν προηγηθεί εξαντλητική έρευνα αγοράς και αμέσως μετά μια επικοινωνιακή καταιγίδα υπέρ του συγκεκριμένου προϊόντος, όποιο κι αν είναι αυτό. Μου έχουν τηλεφωνήσει εταιρείες δημοσκόπησης για να με ρωτήσουν με πρόσχημα καταναλωτική -δήθεν μου- έρευνα αν γνωρίζω εκείνο ή το άλλο προϊόν και, αν απαντήσω θετικά, ποια είναι η γνώμη μου γι' αυτό. Λίγο καιρό μετά βλέπω τα διαφημιστικά φιλμάκια στην τηλεόραση και τις γιγαντοαφίσες στους δρόμους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις πολιτικές δημοσκοπήσεις που καθορίζουν τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη πολιτική ατζέντα.

Σιγά σιγά, ανεπαισθήτως, η τηλεοπτική-μιντιακή δημοκρατία που βιώνουμε, οι τόσο απαραίτητοι δημοσκόποι και επικοινωνιολόγοι σε πείθουν για το αξεδιάλυτο του διπόλου δημοκρατίας και καπιταλισμού με ισχυρές βεβαίως δόσεις κατανάλωσης, γιατί δίχως την τελευταία δεν έχεις λόγους ύπαρξης. Σου δημιουργούν διάφορα "θέλω" και σε βάζουν να τα κυνηγάς στο διηνεκές... Και στην πορεία χάνεσαι. Παραδίδεις το δικαίωμα συμμετοχής και ελέγχου στα κοινά υπέρ της παθητικής κατανάλωσης και της δικτατορίας να ανήκεις στην πλειονότητα και να της μοιάζεις. Σου βομβαρδίζουν ανηλεώς το μυαλό με διάφορες απλουστευτικές και ισοπεδωτικές εξισώσεις του τύπου "ευρώ = ανάπτυξη-σωτηρία" ή "η σκέψη εθνικού νομίσματος = εθνική προδοσία-καταστροφή". Κατά τον ίδιο τρόπο η κριτική στους θεσμούς, π.χ. στις αποφάσεις δικαστηρίων, είναι αντιδημοκρατική και παραπέμπει σε αυταρχικά καθεστώτα. Άπειρα τα παραδείγματα... Σε πλάθουν σε έναν άβουλο και πειθήνιο καταναλωτή προϊόντων, ιδεών και αξιών, που θα επιτρέπει στο σύστημα και στους εκλεκτούς του να αναπαράγονται με το λιγότερο δυνατόν ρίσκο και κόστος. 

Ομολογώ ότι είναι πολύ ευκολότερο να φτάσεις σ' αυτά τα συμπεράσματα παρά να επεξεργαστείς και να αναδείξεις τις ααπαντήσεις και τις λύσεις στα προβλήματα της εποχής μας. Η πολυδιάσπαση των προοδευτικών δυνάμεων εντείνει ακόμη περισσότερο την απογοήτευση και την απραξία, ενώ και η παραμικρή θέληση για αναζήτηση ή προσέγγιση λύσεων "έξω από το μαντρί" δαιμονοποιείται και συκοφαντείται ασύστολα. Τουλάχιστον, μέχρι να αρθρωθεί ένα άλλο σχέδιο που να πείθει, ας έχουμε υπόψη μας τους παρακάτω στίχους του Μιχάλη Κατσαρού, από το ποίημα με τίτλο "Η διαθήκη μου".

[...]Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.[...]

 

Η Βαστίλη που ζει μέσα μας

 

Χάζευα χτες τα δύο πιο πετυχημένα πολιτικά προϊόντα του καιρού μας, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Εμανουέλ Μακρόν, να χαριεντίζονται στη σκιά του πύργου του Αϊφελ, γιορτάζοντας την επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης, με τα ιδανικά της οποίας –ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, διαφωτισμός, και πρωτίστως κατάλυση της ολιγαρχίας– ανάθεμα κι αν τους συνδέει κάτι, και το μυαλό μου ως συνήθως πέταξε αλλού: μήπως στη θέση τους έπρεπε να βρίσκονται οι πραγματικοί εγκέφαλοι των εκστρατειών τους, οι δημοσιοσχεσίτες και οι επικοινωνιολόγοι που κατασκεύασαν τη δημόσια εικόνα τους, ώστε να επιτύχουν τη θριαμβευτική εκλογή τους;

Οι άνθρωποι δηλαδή που «αμπαλάρισαν» αυτούς τους δύο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, τον ηλικιωμένο Κροίσο και τον νεαρό τραπεζίτη, μ’ έναν νέο μύθο που τους εμφάνιζε ως ριζοσπάστες και φορείς της αλλαγής, ακόμη και της εκδίκησης κατά του σάπιου συστήματος – του συστήματος από το οποίο αμφότεροι προέρχονται;

Οσοι παρακολουθούν τακτικά τη στήλη ξέρουν ότι δεν τρέφω καμιά εμπιστοσύνη στους επικοινωνιολόγους, τους δημοσκόπους και τις στατιστικές τους, παρότι αναγκαστικά τους συμβουλεύομαι –όπως όλοι μας– σαν βοήθημα για τις αναλύσεις μου, κρατώντας βέβαια πάντα και τις απαραίτητες «πισινές».

Η δυσπιστία μου αυτή είναι βαθιά ριζωμένη, και έχει να κάνει με τη συνολική αμαρτωλή ιστορία του κλάδου των «δημοσίων σχέσεων» και την εργαλειακή του χρήση για την υποσυνείδητη προώθηση πάσης φύσεως «προϊόντων» – από τα πιο απλά, καθημερινά αγαθά μέχρι τον επόμενο πρωθυπουργό της Ελλάδας, ή τον πρόεδρο των ΗΠΑ.

Είναι άλλωστε ένας τομέας που ξέρω αρκετά καλά, αφού κι εγώ «Επικοινωνία και ΜΜΕ» σπούδασα: ποιος ξέρει, ίσως υπό άλλες συνθήκες να είχε κι η αφεντιά μου καταλήξει σε αυτό τον προσοδοφόρο μεν, αλλά κατά βάθος συχνά άκρως... αντικοινωνικό κλάδο.

Πριν από αρκετό καιρό είχα μάλιστα αφιερώσει ένα ολόκληρο «ΔΡΟΜΟ-λόγιο» σε έναν από τους πατεράδες αυτής της βρόμικης ιστορίας, τον ανιψιό του Φρόιντ Εντουαρντ Μπερνέζ – τον άνθρωπο που έκανε την προπαγάνδα επιστήμη, βαφτίζοντάς την «δημόσιες σχέσεις» και μπολιάζοντάς την με τις ψυχολογικές θεωρίες του μπάρμπα του για τους φόβους και τις επιθυμίες που φωλιάζουν στο ασυνείδητο όλων μας, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι.

«Ο πιο ασφαλής τρόπος για να προστατευτεί μια κυβέρνηση, είναι να αποσπάται η προσοχή της μάζας από επικίνδυνες πολιτικές ιδέες και έντεχνα να κατευθύνεται μόνο προς την κατανάλωση», έγραφε πριν από ογδόντα ολόκληρα χρόνια ο Μπερνέζ – ο πρώτος διδάξας της μοντέρνας εμπορικής και πολιτικής διαφήμισης, που συνίσταται ακριβώς στη σύνδεση των προϊόντων μαζικής παραγωγής με ασυνείδητες επιθυμίες, ώστε να πείθεται ο κόσμος να αγοράζει πράγματα που δεν χρειάζεται.

Πρώτος ο Μπερνέζ κατάλαβε πως ο ψηφοφόρος/καταναλωτής δεν ψηφίζει/αγοράζει με βάση τη χρηστική πληροφορία για το προϊόν/ηγέτη, αλλά με βάση τα βαθύτερα «θέλω» και τους φόβους του. Η νέα εποχή, αυτή του άκρατου καταναλωτισμού, κανονικά θα έπρεπε να φέρει το όνομά του.

Σε αυτή τη νέα εποχή, που πολύ πετυχημένα αποκάλεσε «Αιώνα του Εαυτού» στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ του ο Ανταμ Κέρτις, το ίματζ (η «στιγμιαία μυθολογία» που κατασκευάζουν επί πληρωμή οι διαφημιστές) έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από το πραγματικό περιεχόμενο. Οι πολίτες/πελάτες δεν αγοράζουν πια μόνο ρούχα, παπούτσια ή αυτοκίνητα, αλλά πρωτίστως αγοράζουν (ή σωστότερα νοικιάζουν) έναν νέο εαυτό, που πρέπει οπωσδήποτε να είναι διαφορετικός από τους άλλους.

Ετσι, βέβαια, όχι μόνο δεν «απελευθερώθηκαν» οι άνθρωποι, αλλά έγιναν ακόμη περισσότερο σκλάβοι των ψεύτικων αναγκών που οι αμέτρητοι επίγονοι του Μπερνέζ εμφυτεύουν καθημερινά στους εγκεφάλους τους. Για την ακρίβεια, έτσι άνοιξε ο δρόμος για τον κατά τον αγαπημένο μου Εριχ Φρομ «κομφορμισμό του αυτόματου» (Automaton Conformity), δηλαδή του ανθρώπου-ρομπότ, που «θυσιάζει» εθελοντικά την προσωπικότητά του προκειμένου να γίνει αποδεκτός από ένα όλο και πιο ομοιόμορφο σύνολο, κι έτσι να συνεχίσει να καταναλώνει. Κοντολογίς, η φυλακή είναι πλέον μέσα μας και ο εγκλεισμός μας γίνεται εθελοντικά, με αντάλλαγμα πολύχρωμες χάντρες και ψηφιακά καθρεφτάκια.

Οι πολιτικές επιπτώσεις αυτής της (πραγματικής, σε αντίθεση με τις θεωρητικούρες ημών των αριστερών...) επανάστασης ήταν βέβαια πολύ σοβαρότερες από τις εμπορικές. Ισως την πιο καυστική κριτική στο νέο μοντέλο, μάλιστα, την έκανε η κόρη του Μπερνέζ, η 87χρονη σήμερα δημοσιογράφος και συγγραφέας Αν Μπερνέζ, που, μιλώντας στο ντοκιμαντέρ του Κέρτις, λέει τα εξής συγκλονιστικά: «Ο πατέρας μου χειραγώγησε τον κόσμο κάνοντάς τον να πιστεύει ότι δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία χωρίς καπιταλισμό και ελεύθερη αγορά. Υποστήριζε ότι δημοκρατία και καπιταλισμός είναι ενωμένα.

Αυτή όμως είναι μια μορφή “δημοκρατίας” που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως παθητικούς καταναλωτές κι όχι ως ενεργούς πολίτες. [...] Δεν προστάζει πλέον ο λαός, αλλά οι επιθυμίες του. Ο λαός δεν συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων κι έτσι η δημοκρατία περιορίζεται από την ενεργή συμμετοχή στην παθητική κατανάλωση που κατευθύνεται από ένστικτα και ασυνείδητες επιθυμίες. Και όποιος έχει πρόσβαση σε αυτές τις επιθυμίες, θα κάνει το λαό ό,τι θέλει»...