Δύσκολοι, οδυνηροί αποχαιρετισμοί

2016-05-08 21:00

Υπάρχουν πολλών ειδών αποχαιρετισμοί. Κανένας δεν είναι εύκολος, όλοι είναι οδυνηροί. Είτε μιλάμε για συγγενείς ή φίλους, είτε για αγαπημένα ζώα, είτε μιλάμε για συντρόφους στρατευμένους σ΄ έναν κοινό αγώνα, σκοπό, όνειρο, οι οποίοι αποχωρούν επειδή διαφωνούν ή επειδή δεν αντέχουν άλλο να λειτουργούν στο συγκεκριμένο πλαίσιο, πάντοτε μα πάντοτε ένα κομμάτι του εαυτού σου φεύγει μαζί τους. Ίσως η μόνη παρηγοριά στους αποχαιρετισμούς εκείνους που δεν συνδέονται με το αμετάκλητο βιολογικό τέλος είναι η ελπίδα ότι μπορεί να συναντηθείτε ξανά σε αυτήν τη ζωή σ΄ έναν νέο-παλαιό σκοπό, να ενθουσιαστείτε μαζί σ΄ ένα νέο όνειρο, να σας συνεγείρει η αναγκαιότητα ενός νέου αγώνα. 

Αυτές οι σκέψεις με κατέκλυσαν, όταν σήμερα στην Αυγή διάβασα τη δήλωση της συντακτικής ομάδας που έβγαζε τα "Ενθέματα" και το συγκινητικό αποχαιρετιστήριο γράμμα του επιμελητή τους, του Στρατή Μπουρνάζου. Για μένα το ένθετο "Ενθέματα" ήταν ένας σοβαρός λόγος να εξακολουθώ να διαβάζω την Αυγή και μια συνεχής απόλαυση. Τους κατανοώ απόλυτα. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχω κι εγώ αισθανθεί αυτή την εναλλαγή συναισθημάτων ή να το πω με κάπως μεγαλύτερη οξύτητα έχω χάσει την πίστη μου. Κάποιοι κυνικοί θα πουν "Δεν πειράζει, το μοναστήρι να 'ναι καλά" και θα συνεχίσουν λέγοντας ότι μπροστά στον σκοπό, στον αγώνα, όλοι είμαστε αναλώσιμοι (και είναι αλήθεια). Φεύγεις εσύ, δεκάδες νέοι  έρχονται. Πάρε τις εμμονές σου, βρες ένα σκουπιδιάρικο να τις φορτώσεις και σύρε στο καλό. 

Την ίδια θλίψη μού προκαλούν πρώην σύντροφοι που με περισσή αμετροέπεια μιλάνε για ελικόπτερα, για χειρότερη κυβέρνηση μετά τη μεταπολίτευση, για προδοσίες και ψευτιές και μουρλές πολιτικές, ενώ συγχρόνως με μεγάλη σπουδή ασχολούνται για την εγκαθίδρυση και οριοθέτηση των "καπετανάτων" τους στον αμείλικτο αγώνα ενάντια στους "προσκυνημένους". 

Εκτός από το γράμμα του Στρατή Μπουρνάζου, σας έχω μια δήλωση του Γ. Κυρίτση από το Facebook, που εκφράζει παραστατικότατα ό,τι εγώ αποκαλώ κυνική Αριστερά. Αυτή είναι η κατάσταση, αυτοί είμαστε εμείς, αν γουστάρεις. Ε, δεν γουστάρω. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές και κάτω από το συνεχές βούισμα των ελικοπτέρων, ακούω τους διαδηλωτές που συρρέουν στο Σύνταγμα, για να περικυκλώσουν τη Βουλή, όταν θα ψηφίζουν το ασφαλιστικό-φορολογικό νομοσχέδιο. Και μου έχει έρθει μια αίσθηση ντεζαβί. Τις έχω ζησει αυτές τις ημέρες ξανά στο πρόσφατο παρελθόν με ελπίδα στην καρδιά. Νομίζω με μια άλλη κυβέρνηση και με μια άλλη αντιπολίτευση στους δρόμους ή μήπως όχι;

 

Πάρε τη λέξη μου


  • 08.05.2016

του Στρατή Μπουρνάζου

 

Σε τούτο, το τελευταίο μου κείμενο στα «Ενθέματα» θέλω να μιλήσω επί του προσωπικού. Να πω γιατί απόφασή μου να παραιτηθώ από την Αυγή και να γυρίσω στην παλιά μου δουλειά, τις διορθώσεις βιβλίων, είναι, για μένα, μια απόφαση δύσκολη, στενάχωρη, αλλά και λυτρωτική. Τη δυσκολία και τη λύπη τις καταλαβαίνετε, φαντάζομαι: Πώς εγκαταλείπεις μια δουλειά συναρπαστική, που κάνεις σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας, που ξέρεις ότι δεν θα ξαναβρείς; Αυτό ήταν για μένα τα «Ενθέματα», και νιώθω αληθινά ευγνώμων γι' αυτό σε πολλούς – και πρώτα απ' όλα στην Αυγή.

Πώς όμως το αποφάσισα; Οι λόγοι είναι ένα κουβάρι· προσπαθώ να τους ξεμπλέξω. Νιώθω πια πολύ μακριά από τον Σύριζα και την κυβέρνηση, πιστεύω ότι ο κορμός της πολιτικής τους είναι λάθος και –κάτι ακόμα πιο βαρύ– δεν νιώθω πλέον πολιτική εμπιστοσύνη απέναντί τους. Την ίδια στιγμή, ενώ είμαι βέβαιος για το λάθος, δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, τι θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση. Κι αυτό το «δεν ξέρω» δεν είναι υπεκφυγή· είναι, για μένα, ανάγκη να σκεφτούμε και να αμφισβητήσουμε σκεφτούμε εκ βάθρων όσα λέγαμε και κάναμε τα προηγούμενα χρόνια· εμείς· εδώ· εγώ· όχι κάποιοι άλλοι, εκεί-έξω-πέρα-μακριά. Μετά τη συντριπτική ήττα του Ιουλίου τίποτα δεν είναι όπως πριν: δεν μπορείς να συνεχίσεις το ίδιο τροπάρι με μικρές «προσαρμογές», ούτε όμως να πας τον χρόνο πίσω και να καμωθείς ότι είσαι στον Δεκέμβρη του 2014 λέγοντας πάλι το ίδιο τροπάρι, σαν να μη μεσολάβησε τίποτα.

Νιώθω κάθε μέρα να με πνίγουν πολλά: το Άγιον Φως που έρχεται, βουλευτές που κατακεραυνώνουν τα κανάλια της διαπλοκής και συγχρόνως είναι πρώτη μούρη εκεί, η αποτίμηση ως «θετικού» του πρώτου μήνα της ντροπιαστικής συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, το παπαγάλισμα για τους αριθμούς που ευημερούν, ο κυνισμός της εξουσίας –και αυτά δεν μπορούν να «συμψηφιστούν» με όσα θετικά γίνονται. Κι όμως, στους φίλους μου που έγιναν υπουργοί ή ό,τι άλλο δεν μπορώ να κουνήσω το δάχτυλο, να τους βαράω ή να τους οικτίρω – ακόμα κι όταν τους αξίζει· δεν το έκανα ποτέ αυτό στους φίλους μου. Ξέρω ότι πολιτικά γίνεται, έχει νόημα, συχνά επιβάλλεται κιόλας. Κι όμως, δεν.

Και αν πάω παραπέρα, το κουβάρι μπλέκεται περισσότερο. Όταν βλέπω συντρόφους με τους οποίους συμπορεύτηκα χρόνια, όχι μόνο να αυτοακυρώνονται πολιτικά μιλώντας για «φασιστερά», αλλά –κάτι που με τσακίζει– να επιχαίρουν ηδονικά για την κατάντια της κυβέρνησης, ποντάροντας στο μίσος (όπως έκανε κι ο Σύριζα παλιότερα, βέβαια). Αλλά ούτε αυτούς έχω το κουράγιο να τους κοπανάω.

Δεν ξέρω πώς αποτιμάται η αδυναμία αυτή σε προσωπικό επίπεδο Ξέρω όμως ότι όταν νιώθεις έτσι, όντας σε μια θέση δημόσιας παρέμβασης, δεν κάνεις πια για τούτη τη δουλειά: αν δεν μπορείς να μιλάς για τα «οικεία κακά», ήρθε η ώρα να αποσυρθείς από το πόστο αυτό.

Αντιφάσεις τέτοιες, ασφαλώς, νιώθουμε πολλοί. Υπάρχει, ωστόσο, μια κρίσιμη διαφορά: είναι πολύ διαφορετικό να πρέπει να τις λύνεις κάθε βδομάδα, δημοσίως, στο φύλλο, όπως κάναμε, αποφασίζοντας τι θα πούμε και τι όχι, τι θα προβάλλουμε και τι όχι. Είναι πολύ βαρύ. Και νιώθω ότι αυτό, που με τόση χαρά έκανα παλιότερα, δεν μπορώ πια να το κάνω με τρόπο έντιμο και χρήσιμο. Το να μιλάς μόνο για τη NuitDebout και τον Σάντερς, όσο χρήσιμο κι αν είναι, όταν σωπαίνεις για τα εδώ, δεν το βρίσκω σωστό. Γι' αυτό σας χαιρετώ.

***

Δεκάξι χρόνια στα «Ενθέματα» (τα πρώτα οχτώ βοηθός του Άγγελου Ελεφάντη, τα υπόλοιπα οχτώ μαζί με μια ομάδα συνεργατών) έμαθα πολλά: έντυπα, ανθρώπους, ιδέες. Μα αν κάτι ξεχωρίζω είναι μια αντίληψη που σιγά σιγά διαμορφώσαμε και κατόπιν θελήσαμε πεισματικά να κάνουμε πράξη: ότι τα κείμενα δεν είναι μόνο (άψυχες) λέξεις, σελίδες στο χαρτί και την οθόνη. Είναι οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα διαβάζουν· είναι οι σχέσεις, τα συναισθήματα οι ιδέες, οι σκέψεις που τα παράγουν και τις οποία παράγουν, με τη σειρά τους. Δεσμοί, σχέσεις, διαδρομές ανθρώπων. «Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου». Αυτό είναι, για μένα, το μάθημα των δεκάξι χρόνων.

 

ΥΓ. Αν είχα μόνο 7 λέξεις, θα έγραφα ένα μεγάλο ευχαριστώ και τρία ονόματα: Μάνος Αυγερίδης, Μαρία Καλαντζοπούλου, Ιωάννα Μεϊτάνη, τα ονόματα της Συντακτικής μας: αυτοί ήταν οι άνθρωποι που έβγαζαν τα «Ενθέματα», εθελοντικά, χωρίς να πάρουν ένα ευρώ. Και, μαζί, τα ονόματα του Δημήτρη Ιωάννου και του Γιάννη Χατζηδημητράκη --σταθεροί συμπαραστάτες. Αν είχα λίγες ακόμα λέξεις, θα έγραφα άλλα τέσσερα ονόματα· Σοφία Ζουμπουλάκη, Κατερίνα Λαμπρινού, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Κώστας Σπαθαράκης: οι άνθρωποι των παλιότερων Συντακτικών. Κι αν είχα πολλές λέξεις, πάλι ονόματα θα έγραφα: όλων εσάς που τα γράφατε, τα διαβάζατε, τα αγκαλιάσατε. Ώρα καλή!

 

Και η δήλωση του Γ. Κυρίτση στο facebook

 

Υπάρχει ενα είδος αριςτερών που θεωρεί οτι η αριστερά είναι ένα σπίτι στο οποίο κατοικουν μέσα οι αριστεροί και γουστάρουν και θεωρουν τους απ έξω αναξιους, τιμωρούν με έξωση όσους δεν τηρουν τον κανονισμο της πολυκατοικίας και φυσικά περνουν το χρόνο του με ανταγωνισμους μεταξύ των ενοικων για το ποιο διαμέρισμα είναι πιο αριστερό με τις καλύτερες αφίσσες, περισσότερο λενιν στις βιβλιοθήκες, ποιο διαμερισμα είναι πιο φιλάνθρωπο. Οι μικροί της πολυκατοικίας κάνουν διαγωνισμο ροχάλας – ποιανου φτάνει πιο μακριά- στο κοινόχρηστο αμφιθέατρο, ενώ οι μεγαλύτεροι και ωριμότεροι πια, μετρανε την αριστεροσύνη με το κατα πόσον μπορουν να πίνουν μπύρες ανενόχλητοι στα Εξάρχεια. Μερικοί από την πολλή τηλεόραση έχουν αρχίσει να θεωρούν οτι η αριστερά είναι κακό να βάζει φόρους και άλλοι στο οικογενειακό τραπέζι περιγράφουν πόσο απλά είναι τα πράγματα, αφού το σύμπαν δεν είναι παρα η αναγωγή της αριστερής πολυκατοικίας σε κολοσσιαία κλίμακα, απλώς υπάρχουν προδότες και πράχτορες τους οποίους έπρεπε να είχαμε καταλάβει και καλα τα έλεγε η χηρα του 4ου οροφου στον φοιτητη του 2ου . Να εξηγούμαστε, οι άνθρωποι αυτοί είναι ότι πιο καλοπροαίρετο διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Αλλά έχουν σε τόσο μεγάλο βαθμό εσωτερικευσει τις ήττες που φάγανε οι γονείς και οι παπούδες τους, που θέλουν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Έχουν ένα είδος πολιτικης αγοραφοβίας, ειναι σαν μεταλλάδες που κανουνε χεντμπαγκιν σε γαμήλιο γλέντι για να μην θεωρηθούνε φλώροι. Αυτό είναι το αριστεροχώρι ςτο οποίο αναφέρθηκε ή δεν αναφέρθηκε ( αδιάφορο) ο Τσίπρας. Όπως και νάχει το πράγμα, αυτή είναι η αριστερά, είναι λίγο γκόλφω, αλλά η συγκυρία δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες. Υπάρχει μια κυβέρνηση με ςυγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά και σε συγκεκριμένους εσωτερικους και εξωτερικους συσχετισμούς δυναμεων και μια κοινωνία με επίσης συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Δηλαδή υπάρχει το γήπεδο, ο διαιτητης και οι αντίπαλοι είναι απέναντι. Οποιος γουστάρει 5Χ5 με την παρεα του, με γεια του με χαρά του...