Cocooning, γιατί χανόμαστε

2020-03-17 22:43

Παλιά, πολύ παλιά, όταν η κατοικία πολλών αριστερών-κομμουνιστών εδώ στην πατρίδα μας ήταν ένα κελί φυλακής ή στην καλύτερη περίπτωση μια χαμοκέλα σε κάποιο άνυδρο νησί, συνήθιζαν να λένε: "Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου και διάβαζε πολύ". Τα 'φεραν έτσι η τύχη και οι καιροί που το ξαναθυμήθηκα τώρα με τον Covid-19, ο οποίος σαν άλλος δεσμοφύλακας μας υποχρεώνει σε εγκλεισμό στο σπίτι. Βέβαια με αρκετή αυθαιρεσία και θράσος θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με κελί το σπίτι μας, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τους χώρους όπου πολλοί συμπατριώτες μας πέρασαν τη μισή ζωή τους. 

Ακολουθώ λοιπόν την προτροπή τους και τρώω με όρεξη δίχως υπερβολές το φαΐ μου, αγαπώ το σπιτάκι μου, που το αισθάνομαι να με αγκαλιάζει σαν ένα πολυφορεμένο μεν, αλλά αγαπημένο ρούχο και διαβάζω πολύ. Περισσότερο από το παρελθόν. Το μόνο που έχω προσθέσει είναι και λίγη γυμναστική, για να μην σκουριάσουν οι μύες και οι αρθρώσεις μου. Περπατώ αρκετά, έχω σχεδόν δίπλα μου τον Εθνικό Κήπο, και έχω την πίστη, όπως και εκείνοι τότε, που έβλεπαν μέσα από το κελί τους άλλη μια μέρα να χαράζει στη ζωή τους, ότι θα μείνουμε όρθιοι όχι μόνο ως άτομα αλλά ως κοινωνία, ότι θα ξεπεράσουμε για πολλοστή φορά τις δυσκολίες, δίχως να παραιτηθούμε από τον στόχο για μια καλύτερη ζωή, σε μια δικαιότερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία. Δεν ξέρω αν αυτά ακούγονται πολύ ιδεαλιστικά, παλαιοκομμουνιστικά, ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, πλην όμως έχω ανάγκη να τα πιστεύω και να χουχουλιάζω με αυτά τις σκέψεις μου, τις προσδοκίες μου.

Θυμάμαι, όταν έκανα τη βασική μου εκπαίδευση στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων στην Κόρινθο -μια από τις πιο άχαρες και άχρηστες περιόδους της ζωής μου- ακουγόταν από την ηχητική εγκατάσταση του στρατοπέδου το τραγούδι "Άλλη μια μέρα δίχως σκοπό". Ήταν η μουσική που συνόδευε όλες τις δραστηριότητες της ημέρας, είτε αυτές ήταν εκπαιδευτικές, είτε αγγαρείας, φαγητού  κ.λπ. Φυσικά, επιδίωξη του στρατού ήταν να μας απεκδύσει από κάθε ατομικό χαρακτηριστικό και να μας μετατρέψει σε μια υποτακτική αγέλη, πρόθυμη στα κελεύσματα των όποιων ανωτέρων. Να μας πείσει ότι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουμε είναι η σαλαμοποίηση ψυχών, σωμάτων και σκέψης, και η δημιουργία ενός όντος που στόμα έχει, αλλά μιλιά δεν έχει. Θυμάμαι ότι το μίσησα αυτό το τραγούδι και το συμβολοποίησα με όσα προσπαθούσαν να χαράξουν πάνω μου. Δεν δέχτηκα ότι κάθε μέρα που περνούσε στη θητεία μου θα ήταν χαμένη, δίχως σκοπό. Τα θυμήθηκα όλα αυτά τούτες τις μέρες που ανωτέρα βία μάς υποχρεώνει να ξεχάσουμε τις συνήθεις δραστηριότητες μια συνήθους μέρας. Είμαι βέβαιος ότι ακόμη και έτσι κάτι καλό μπορεί να προκύψει.

Σήμερα παραθέτω έναν διάλογο που διάβασα στη Lifo. Είναι η απάντηση ενός γνωστού συγγραφέα, του Δημήτρη Δημητριάδη, στο άρθρο ενός άλλου συγγραφέα εξίσου γνωστού και καλού, του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Συνιστώ θερμά να διαβάσετε κάποιο από τα έργα τους. Στη βιβλιοθήκη μου βρίσκονται το Πεθαίνω σαν χώρα του Δημητριάδη, και Στ' αμπέλια του Ζουμπουλάκη. Το θέμα του πρώτου άρθρου στη Lifo (Ζουμπουλάκης) πραγματευόταν (από την οπτική και τις δεσμεύσεις ενός ευσεβούς και φωτισμένου χριστιανού) την παρατεινόμενη άρνηση της Εκκλησίας να κλείσει τους ναούς και κυρίως να πάψει να εκτελεί τη Θεία Μετάληψη, με κοινό κουταλάκι και πετσέτα. Νομίζω ότι πρώτα πρέπει να διαβαστεί το άρθρο του Στ. Ζουμπουλάκη (εδώ) και μετά η απάντηση του Δ. Δημητριάδη, την οποία βρίσκετε εδώ. Το πρώτο άρθρο χαρακτηρίζεται από τη στενοχώρια και τη μερική απογοήτευση ενός καλού χριστιανού για τον αμετακίνητο, δογματικό και σκοταδιστικό τρόπο σκέψης και αντίδρασης της Εκκλησίας της Ελλάδας απέναντι στην νέα πραγματικότητα. Η κριτική του δεύτερου είναι εντελώς διαφορετική, δεν μοιράζεται τη πίστη και την ευσέβεια του πρώτου και είναι σαφώς βιαιότερη. Καλύτερα όμως να διαβάστε και να κρίνετε εσείς οι ίδιοι.

Να προσέχετε, να μην θεωρείτε αυτό το καιρό σαν ένα νεκρό διάστημα, να είστε σε εγρήγορση και να διαβάζετε πολύ, δίχως να τρώτε υπερβολικά.